Perfecting in greek
Translation: perfecting, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
τελειοποίηση, τελειοποιώντας, την τελειοποίηση, τελειοποίηση των, τελειοποιεί
Other Languages
Related words: perfecting
perfecting church, perfecting cream, perfecting faith, perfecting faith church, skin perfecting primer, perfecting language dictionary greek, perfecting in greek
Translations
- perfectibility in greek - τελειοποιήσιμο, τελειοποίησης, τελειότητα, ηθικής τελειοποίησης, δυνατότητα ηθικής τελειοποίησης
- perfectible in greek - τελειοποιήσιμος, τελειοποιήσιμο, τελειοποιήσιμη, τελειοποιήσιμα, δεκτικοί τελειοποιήσεως
- perfection in greek - τελειοποίηση, τελειότητα, τελειότητας, την τελειότητα, τέλεια
- perfectionism in greek - τελειομανία, τελειοθηρία, τελειοθηρίας, την τελειομανία, την τελειοθηρία
Random words
Perfecting in greek - Dictionary: english » greek
Translations: τελειοποίηση, τελειοποιώντας, την τελειοποίηση, τελειοποίηση των, τελειοποιεί
Translations: τελειοποίηση, τελειοποιώντας, την τελειοποίηση, τελειοποίηση των, τελειοποιεί