Personifying in greek
Translation: personifying, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
προσωποποιώντας, προσωποποίηση, προσωποποιήσεις, προσωποποιεί, που προσωποποιεί
Other Languages
Related words: personifying
personifying language dictionary greek, personifying in greek
Translations
- personifies in greek - προσωποποιεί, προσωποποίηση, η προσωποποίηση, προσωποποιεί την, προσωποποιεί τον
- personify in greek - προσωποποιώ, προσωποποιούν, προσωποποιούν τα, προσωποποιήσει, προσωποποιούν την
- persons in greek - πρόσωπα, άτομα, προσώπων, τα πρόσωπα, πρόσωπα που
Random words
Personifying in greek - Dictionary: english » greek
Translations: προσωποποιώντας, προσωποποίηση, προσωποποιήσεις, προσωποποιεί, που προσωποποιεί
Translations: προσωποποιώντας, προσωποποίηση, προσωποποιήσεις, προσωποποιεί, που προσωποποιεί