Piercingly in greek
Translation: piercingly, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
διαπεραστικά, διαπεραστικά αυτόν, διαπεραστικά αυτόν που είχε, διαπεραστικά αυτόν που
Other Languages
Related words: piercingly
piercingly language dictionary greek, piercingly in greek
Translations
- pierces in greek - τρυπά, τρυπάει, τρυπά το, διατρύει, να τρυπά
- piercing in greek - διαπεραστικός, διάτρηση, τρύπημα, διάτρησης, τη διάτρηση
- pies in greek - πίτες, τις πίτες, πίττες, πιτών
- pieties in greek - ευσεβισμούς
Random words
Piercingly in greek - Dictionary: english » greek
Translations: διαπεραστικά, διαπεραστικά αυτόν, διαπεραστικά αυτόν που είχε, διαπεραστικά αυτόν που
Translations: διαπεραστικά, διαπεραστικά αυτόν, διαπεραστικά αυτόν που είχε, διαπεραστικά αυτόν που