Practicality in greek
Translation: practicality, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
πρακτικότητα, την πρακτικότητα, πρακτικότητας, η πρακτικότητα, πρακτικούς
Other Languages
Related words: practicality
practicality definition, define practicality, what is practicality, practicality language dictionary greek, practicality in greek
Translations
- practicably in greek - κατορθωτώς, δυνατώς, εφικτά, είναι εφικτά, εφικτό να
- practical in greek - πρακτικός, πρακτική, πρακτικές, πρακτικό, πρακτικά
- practically in greek - σχεδόν
- practice in greek - άσκηση, πρακτική
Random words
Practicality in greek - Dictionary: english » greek
Translations: πρακτικότητα, την πρακτικότητα, πρακτικότητας, η πρακτικότητα, πρακτικούς
Translations: πρακτικότητα, την πρακτικότητα, πρακτικότητας, η πρακτικότητα, πρακτικούς