Pre-empt in greek
Translation: pre-empt, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
προκαταλαμβάνουν, προκαταλαμβάνουν τη, να σφετερίζεται, την ανάλωση, την ανάλωση των
Other Languages
Related words: pre-empt
pre-empt language dictionary greek, pre-empt in greek
Translations
- pre-eminence in greek - υπεροχή, η υπεροχή, την υπεροχή, υπεροχής, πρωτοκαθεδρία
- pre-eminent in greek - κατ 'εξοχήν, εξέχοντα, εξοχήν, εξέχουσα
- pre-emption in greek - προτίμησης, προτιμήσεως, προαίρεσης, προαγοράς, προτιμήσεως κατά την ανάληψη
- pre-emptive in greek - προτίμησης, προληπτική, προληπτικό, προληπτικού, προληπτικών
Random words
Pre-empt in greek - Dictionary: english » greek
Translations: προκαταλαμβάνουν, προκαταλαμβάνουν τη, να σφετερίζεται, την ανάλωση, την ανάλωση των
Translations: προκαταλαμβάνουν, προκαταλαμβάνουν τη, να σφετερίζεται, την ανάλωση, την ανάλωση των