Precariousness in greek
Translation: precariousness, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
αβεβαιότητα, επισφάλεια, ανασφάλεια, της αβεβαιότητας, επισφάλειας
Other Languages
Related words: precariousness
precariousness language dictionary greek, precariousness in greek
Translations
- precarious in greek - επισφαλής, επισφαλείς, επισφαλή, επισφαλούς, επισφαλών
- precariously in greek - αβεβαίως, επισφαλώς, επικίνδυνα, επισφαλή
- precaution in greek - προφύλαξη, προφύλαξης, προληπτικό μέτρο, οι προφυλάξεις, προφυλάξεις για
- precautionary in greek - προληπτικός, προφύλαξης, προληπτικά, προληπτική, της προφύλαξης, προληπτικό
Random words
Precariousness in greek - Dictionary: english » greek
Translations: αβεβαιότητα, επισφάλεια, ανασφάλεια, της αβεβαιότητας, επισφάλειας
Translations: αβεβαιότητα, επισφάλεια, ανασφάλεια, της αβεβαιότητας, επισφάλειας