Predicative in greek
Translation: predicative, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
κατηγορηματικός, κατηγορηματικό, κατηγορούμενο, το κατηγορούμενο, κατηγορούμενο που
Other Languages
Related words: predicative
predicative adjective, predicative language dictionary greek, predicative in greek
Translations
- predicating in greek - πρόγνωση, την πρόγνωση
- predication in greek - κατηγόρησης
- predict in greek - προλέγω, προβλέπω, πρόβλεψη, προβλέπουν, προβλέψουμε, προβλέψει, να προβλέψει
- predictability in greek - προβλεψιμότητα, προβλεψιμότητας, πρόβλεψης, την προβλεψιμότητα, η προβλεψιμότητα
Random words
Predicative in greek - Dictionary: english » greek
Translations: κατηγορηματικός, κατηγορηματικό, κατηγορούμενο, το κατηγορούμενο, κατηγορούμενο που
Translations: κατηγορηματικός, κατηγορηματικό, κατηγορούμενο, το κατηγορούμενο, κατηγορούμενο που