Preoccupies in greek
Translation: preoccupies, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
απασχολεί, απασχολούν, απασχολεί ιδιαίτερα, απασχολεί τον
Other Languages
Related words: preoccupies
preoccupies language dictionary greek, preoccupies in greek
Translations
- preoccupations in greek - ανησυχίες, προβληματισμούς, ανησυχιών, τις ανησυχίες, ανησυχίες των
- preoccupied in greek - απορροφημένος, απασχόλησε, απασχολημένος, βρέθηκε αντιμέτωπη, απασχολημένοι
- preoccupy in greek - απασχολώ, προκατέχω, απασχολούν, απασχολεί, απασχολήσει
- preoccupying in greek - που απασχολούν, ανησυχητική, απασχολεί, δημιουργούν ανησυχία
Random words
Preoccupies in greek - Dictionary: english » greek
Translations: απασχολεί, απασχολούν, απασχολεί ιδιαίτερα, απασχολεί τον
Translations: απασχολεί, απασχολούν, απασχολεί ιδιαίτερα, απασχολεί τον