Preoccupy in greek
Translation: preoccupy, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
απασχολώ, προκατέχω, απασχολούν, απασχολεί, απασχολήσει
Other Languages
Related words: preoccupy
preoccupy language dictionary greek, preoccupy in greek
Translations
- preoccupied in greek - απορροφημένος, απασχόλησε, απασχολημένος, βρέθηκε αντιμέτωπη, απασχολημένοι
- preoccupies in greek - απασχολεί, απασχολούν, απασχολεί ιδιαίτερα, απασχολεί τον
- preoccupying in greek - που απασχολούν, ανησυχητική, απασχολεί, δημιουργούν ανησυχία
- preoperative in greek - προεγχειρητική, προεγχειρητικής, προεγχειρητικά, προεγχειρητικός, προεγχειρητικό
Random words
Preoccupy in greek - Dictionary: english » greek
Translations: απασχολώ, προκατέχω, απασχολούν, απασχολεί, απασχολήσει
Translations: απασχολώ, προκατέχω, απασχολούν, απασχολεί, απασχολήσει