Problem-free in greek

Translation: problem-free, Dictionary: english » greek

Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
χωρίς προβλήματα, απρόσκοπτη, απροβλημάτιστη, χωρίς πρόβλημα
Problem-free in greek
Other Languages

Related words: problem-free

problem-free language dictionary greek, problem-free in greek

Translations

  • probity in greek - ακεραιότητα, χρηστότητα, εντιμότητα, εντιμότητας, ακεραιότητας
  • problem in greek - πρόβλημα
  • problem-oriented in greek - προσανατολισμένες στην επίλυση προβλημάτων, προσανατολισμένη στα προβλήματα, προσανατολισμένη στο πρόβλημα, επιμέρους προβλημάτων, προσανατολισμένες προς συγκεκριμένα προβλήματα
  • problematic in greek - προβληματικός, προβληματική, προβληματικές, προβληματικό, προβληματικά
Random words
Problem-free in greek - Dictionary: english » greek
Translations: χωρίς προβλήματα, απρόσκοπτη, απροβλημάτιστη, χωρίς πρόβλημα