Prolonged in greek
Translation: prolonged, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
παρατεταμένος, παρατεταμένη, παρατεταμένης, παραταθεί, παρατείνεται
Other Languages
Related words: prolonged
prolonged qt, prolonged exposure, prolonged period, qt interval, prolonged qt interval, prolonged language dictionary greek, prolonged in greek
Translations
- prolongation in greek - παράταση, παράτασης, επιμήκυνση, την παράταση, η παράταση
- prolongations in greek - παρατάσεις, επιμηκύνσεις, παρατάσεων, παρατάσεών, των παρατάσεών
- prolonging in greek - παράταση, την παράταση, παράταση της, παράταση του, για παράταση
- prolongs in greek - παρατείνει, παρατείνει τη, παρατείνει το, παρατείνονται, παρατείνει τον
Random words
Prolonged in greek - Dictionary: english » greek
Translations: παρατεταμένος, παρατεταμένη, παρατεταμένης, παραταθεί, παρατείνεται
Translations: παρατεταμένος, παρατεταμένη, παρατεταμένης, παραταθεί, παρατείνεται