Propagating in greek
Translation: propagating, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
πολλαπλασιαστικό, πολλαπλασιαστικού, το πολλαπλασιαστικό, πολλαπλασιασμού, του πολλαπλασιαστικού
Other Languages
Related words: propagating
propagating plants, propagating from cuttings, propagating roses, propagating succulents, propagating cactus, propagating language dictionary greek, propagating in greek
Translations
- propagated in greek - πολλαπλασιάζονται, διαδίδεται, πολλαπλασιάστηκαν, αναπαραχθεί, διαδοθεί
- propagates in greek - διαδίδεται, πολλαπλασιάζεται, διαδίδει, διαδίδεται η, μεταδίδεται κατά
- propagation in greek - διάδοση, διάδοσης, πολλαπλασιασμού, πολλαπλασιασμό, πολλαπλασιασμός
- propagator in greek - διασπορέας, διαδότη, βαθμίδα διάδοσης των, πολλαπλασιαστής, βαθμίδα διάδοσης
Random words
Propagating in greek - Dictionary: english » greek
Translations: πολλαπλασιαστικό, πολλαπλασιαστικού, το πολλαπλασιαστικό, πολλαπλασιασμού, του πολλαπλασιαστικού
Translations: πολλαπλασιαστικό, πολλαπλασιαστικού, το πολλαπλασιαστικό, πολλαπλασιασμού, του πολλαπλασιαστικού