Questionably in greek
Translation: questionably, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
αμφισβητησίμως, ερωτηματικά, αμφιβόλου αξίας, επιδέχεται συζήτηση
Other Languages
Related words: questionably
questionably language dictionary greek, questionably in greek
Translations
- questionability in greek - αμφισβητούμενης
- questionable in greek - αμφισβητήσιμος, αμφισβητήσιμη, αμφίβολο, αμφισβητήσιμο, αμφίβολη
- questioned in greek - αμφισβήτηση, αμφισβήτησαν, αμφισβήτησε, αμφισβητηθεί, ερωτήθηκαν
- questioner in greek - ερωτών, ερωτώντα, ερώτησης, ερωτώντος, της ερώτησης
Random words
Questionably in greek - Dictionary: english » greek
Translations: αμφισβητησίμως, ερωτηματικά, αμφιβόλου αξίας, επιδέχεται συζήτηση
Translations: αμφισβητησίμως, ερωτηματικά, αμφιβόλου αξίας, επιδέχεται συζήτηση