Rapacity in greek
Translation: rapacity, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
αρπακτικότητα, απληστία, πλεονεξία, την αρπακτικότητα, αρπακτικότητας
Related words
Other Languages
Related words: rapacity
rapacity definition, rapacity language dictionary greek, rapacity in greek
Translations
- rapaciously in greek - αρπακτικά, αρπακτικών
- rapaciousness in greek - αρπακτικότητα, απληστία, αρπακτικότης
- rape in greek - κράμβη, βιασμός, βιασμού, βιασμό, βιασμούς, βιασμών
- rape-oil in greek - βιασμό, βιασμός, βιασμού, βιασμούς, βιασμών
Random words
Rapacity in greek - Dictionary: english » greek
Translations: αρπακτικότητα, απληστία, πλεονεξία, την αρπακτικότητα, αρπακτικότητας
Translations: αρπακτικότητα, απληστία, πλεονεξία, την αρπακτικότητα, αρπακτικότητας