Rationalizes in greek
Translation: rationalizes, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
εκλογικεύει, εκσυγχρονίζει και εξορθολογίζει, εκσυγχρονίζει και εξορθολογίζει τη, αυτή εκσυγχρονίζει και εξορθολογίζει, εκλογικεύονται
Other Languages
Related words: rationalizes
rationalizes language dictionary greek, rationalizes in greek
Translations
- rationalize in greek - αιτιολογώ, εξορθολογισμό, εξορθολογισμού, τον εξορθολογισμό, εξορθολογισμό των, ορθολογική οργάνωση
- rationalized in greek - εξορθολογισμός, εξορθολογιστούν, εξορθολογιστεί, ορθολογικά, ορθολογική
- rationalizing in greek - Εξορθολογίζοντας, ορθολογικοποίησης, τον εξορθολογισμό, ορθολογική οργάνωση, εξορθολογιστικά
- rationally in greek - ορθολογικά, λογικά, ορθολογική, ορθολογικό, ορθολογικής
Random words
Rationalizes in greek - Dictionary: english » greek
Translations: εκλογικεύει, εκσυγχρονίζει και εξορθολογίζει, εκσυγχρονίζει και εξορθολογίζει τη, αυτή εκσυγχρονίζει και εξορθολογίζει, εκλογικεύονται
Translations: εκλογικεύει, εκσυγχρονίζει και εξορθολογίζει, εκσυγχρονίζει και εξορθολογίζει τη, αυτή εκσυγχρονίζει και εξορθολογίζει, εκλογικεύονται