Re-employment in greek
Translation: re-employment, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
επανένταξη στην αγορά εργασίας, εκ νέου απασχόλησης, επαναπασχόλησης, νέου απασχόλησης, επαναπασχόληση
Other Languages
Related words: re-employment
re-employment language dictionary greek, re-employment in greek
Translations
- re-emphasis in greek - εκ νέου, περαιτέρω, νέου, νέα, την εκ νέου
- re-employing in greek - εκ νέου, την εκ νέου, νέου, περαιτέρω, νέα
- re-enact in greek - αναπαρασταίνουν, αναπαριστούν, επαναθεσπίσουν, αναπαραστήσει, θεσπίσει εκ νέου
- re-enacted in greek - επανενεργοποιηθεί, επαναθεσπισθεί, επαναθεσπίζονταν, η αναπαράσταση, θεσπίζονται εκ νέου
Random words
Re-employment in greek - Dictionary: english » greek
Translations: επανένταξη στην αγορά εργασίας, εκ νέου απασχόλησης, επαναπασχόλησης, νέου απασχόλησης, επαναπασχόληση
Translations: επανένταξη στην αγορά εργασίας, εκ νέου απασχόλησης, επαναπασχόλησης, νέου απασχόλησης, επαναπασχόληση