Reactive in greek

Translation: reactive, Dictionary: english » greek

Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
αντιδραστικός, αντιδραστική, αντιδραστικό, αντιδραστικά, αντιδραστικών
Reactive in greek
Other Languages

Related words: reactive

reactive protein, c reactive protein, reactive disorder, reactive attachment, attachment disorder, reactive language dictionary greek, reactive in greek

Translations

  • reactivating in greek - επανενεργοποίηση, επανενεργοποίησης, την επανενεργοποίηση, επανεργοποίηση, επανεργοποίησης
  • reactivation in greek - επανενεργοποίηση, επανενεργοποίησης, επανεργοποίησης του, επαναδραστηριοποίηση, την επανενεργοποίηση
  • reactively in greek - αντιδραστικά, αντιδραστικώς, ανενεργά, αντιδρώντα τρόπο
  • reactivity in greek - δραστικότητα, αντιδραστικότητα, αντιδραστικότητας, αντίδραση, δραστικότητας
Random words
Reactive in greek - Dictionary: english » greek
Translations: αντιδραστικός, αντιδραστική, αντιδραστικό, αντιδραστικά, αντιδραστικών