Rebutting in greek
Translation: rebutting, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
ανασκευαστεί, αντικρούσουν, ανατρέψουν, αντικρούσει, να αντικρούσει
Other Languages
Related words: rebutting
rebutting language dictionary greek, rebutting in greek
Translations
- rebutted in greek - καταρριφθεί, ανατραπεί, ανατρέπεται, καταρρίπτεται, αντικρούεται
- rebutter in greek - αντικρούων, αντίκρουση, αναίρεσης, αναιρετήριο
- recalcitrance in greek - δυστροπία, δυστροπία του, δυστροπίας, ανυποταξία, τη δυστροπία
- recalcitrant in greek - δύστροπος, απείθαρχα, απειθών, απείθαρχους, απειθείς
Random words
Rebutting in greek - Dictionary: english » greek
Translations: ανασκευαστεί, αντικρούσουν, ανατρέψουν, αντικρούσει, να αντικρούσει
Translations: ανασκευαστεί, αντικρούσουν, ανατρέψουν, αντικρούσει, να αντικρούσει