Reckons in greek
Translation: reckons, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
ανακηρύττει, ανακηρύττει τον εαυτόν, ανακηρύττει τον εαυτόν της
Other Languages
Related words: reckons
reckons language dictionary greek, reckons in greek
Translations
- reckoned in greek - υπολογίσιμη, αρχόμενη, υπολογίζεται, που υπολογίζεται, οποία υπολογίζεται
- reckoning in greek - υπολογισμός, αναγνώριση, αναμέτρησης, υπολογισμό, απολογισμού
- reclaim in greek - διεκδικήσουν, διεκδικήσει, ανάκτηση, διεκδικήσει εκ νέου, ανακτήσετε
- reclaimable in greek - δυνάμενος να ανασωθεί, ανακτήσιμου, ανακτήσιμος, ανασωθεί, να ανασωθεί
Random words
Reckons in greek - Dictionary: english » greek
Translations: ανακηρύττει, ανακηρύττει τον εαυτόν, ανακηρύττει τον εαυτόν της
Translations: ανακηρύττει, ανακηρύττει τον εαυτόν, ανακηρύττει τον εαυτόν της