Regularize in greek

Translation: regularize, Dictionary: english » greek

Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
τακτοποίηση, διευθέτηση, τακτοποιήσει, τη διευθέτηση, νομιμοποίηση
Regularize in greek
Other Languages

Related words: regularize

regularize language dictionary greek, regularize in greek

Translations

  • regularity in greek - τακτικότητα, κανονικότητα, την κανονικότητα, κανονικότητας, της κανονικότητας
  • regularization in greek - τακτοποίηση, νομιμοποίησης, νομιμοποίηση, τακτοποίησης, διευθέτηση
  • regularized in greek - τακτοποιηθεί, νομιμοποιηθούν, τακτοποίηση, διευθέτησης, αντικείμενο διευθέτησης
  • regularizes in greek - ομαλοποιεί
Random words
Regularize in greek - Dictionary: english » greek
Translations: τακτοποίηση, διευθέτηση, τακτοποιήσει, τη διευθέτηση, νομιμοποίηση