Relevantly in greek
Translation: relevantly, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
τα απαιτούμενα, απαιτούμενα, σχετική αναφορά
Other Languages
Related words: relevantly
relevantly language dictionary greek, relevantly in greek
Translations
- relevancy in greek - σχετικότητα, συνάφεια, συνάφειας, τη σχετικότητα, σχετικότητας
- relevant in greek - σχετικός, σχετικές, σχετικών, σχετική, σχετικό
- reliability in greek - σταθερότητα, αξιοπιστία, την αξιοπιστία, αξιοπιστίας, αξιοπιστία του, την αξιοπιστία του
- reliable in greek - εχέγγυος, συνεπής, φερέγγυος, αξιόπιστος, αξιόπιστο, αξιόπιστη, αξιόπιστες, ...
Random words
Relevantly in greek - Dictionary: english » greek
Translations: τα απαιτούμενα, απαιτούμενα, σχετική αναφορά
Translations: τα απαιτούμενα, απαιτούμενα, σχετική αναφορά