Relieved in greek
Translation: relieved, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
ανακουφισμένος, ανακούφιση, ανακουφισμένοι, ανακουφισμένη, απαλλαγεί
Other Languages
Related words: relieved
relieved of, commander relieved, relieved of duty, to be relieved, what is relieved, relieved language dictionary greek, relieved in greek
Translations
- relies in greek - στηρίζεται, βασίζεται, επικαλείται, εξαρτάται, προβάλλει
- relieve in greek - ανακουφίζω, ξαλαφρώνω, ανακούφιση, ανακουφίσει, ανακουφίσουν, την ανακούφιση, ανακούφιση από
- relieves in greek - ανάγλυφα, ανακουφίζει, ελαφρύνσεις, γεωγραφικό ανάγλυφο, αναγλύφων
- relieving in greek - ανακούφιση, ανακουφίζοντας, απαλλάσσοντας, την ανακούφιση, ανακούφιση του
Random words
Relieved in greek - Dictionary: english » greek
Translations: ανακουφισμένος, ανακούφιση, ανακουφισμένοι, ανακουφισμένη, απαλλαγεί
Translations: ανακουφισμένος, ανακούφιση, ανακουφισμένοι, ανακουφισμένη, απαλλαγεί