Reneging in greek

Translation: reneging, Dictionary: english » greek

Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
υπαναχωρεί, υπαναχωρεί από, υπαναχώρηση, πάντως υπαναχώρηση, υπαναχωρήσει
Reneging in greek
Other Languages

Related words: reneging

reneging definition, reneging language dictionary greek, reneging in greek

Translations

  • renegade in greek - αποστάτης
  • renegades in greek - αποστάτες, τους αποστάτες, τους αποστάτες την, αποστάτες την
  • renegotiate in greek - επαναδιαπραγματευτούμε, επαναδιαπραγματευτεί, επαναδιαπραγματευθούν, επαναδιαπραγματευθεί, επαναδιαπραγματευτούν
  • renegotiation in greek - επαναδιαπραγμάτευση, επαναδιαπραγμάτευσης, αναδιαπραγμάτευση, αναδιαπραγμάτευσης, την επαναδιαπραγμάτευση
Random words
Reneging in greek - Dictionary: english » greek
Translations: υπαναχωρεί, υπαναχωρεί από, υπαναχώρηση, πάντως υπαναχώρηση, υπαναχωρήσει