Reparative in greek
Translation: reparative, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
αποζημιωτικός, αποκαταστάσεωε, επιδιορθωτικός, επανορθωτική, επανορθωτικής
Other Languages
Related words: reparative
reparative therapy, conversion therapy, reparative language dictionary greek, reparative in greek
Translations
- reparation in greek - αποκατάσταση, επανόρθωση, αποζημίωση, αποζημιώσεως, την αποκατάσταση
- reparations in greek - επανορθώσεις, αποζημιώσεις, αποζημιώσεων, αποζημίωση, επανορθώσεων
- repartee in greek - ετοιμολογία, ευφυής απάντηση, αντίλογο
- repartition in greek - κατανομή, κατανομής, καταμερισμό, ανακατανομή, καταμερισμός
Random words
Reparative in greek - Dictionary: english » greek
Translations: αποζημιωτικός, αποκαταστάσεωε, επιδιορθωτικός, επανορθωτική, επανορθωτικής
Translations: αποζημιωτικός, αποκαταστάσεωε, επιδιορθωτικός, επανορθωτική, επανορθωτικής