Repelled in greek
Translation: repelled, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
απωθούνται, απωθείται, απωθήσει, απέκρουσε, απώθησε
Other Languages
Related words: repelled
repelled definition, repelled language dictionary greek, repelled in greek
Translations
- repeats in greek - επαναλήψεις, επαναλήψεων, επαναλαμβάνει, επαναλαμβάνεται, επαναλαμβανόμενες
- repel in greek - απωθούν, αποκρούσει, απωθήσουν, αποκρούουν, απώθηση
- repellent in greek - απωθητικό, απωθητική, απωθητικές, απώθησης, απωθητικά
- repelling in greek - απώθησης, απωθήσεως, αδιαβροχοποίησης έναντι, αδιαβροχοποίησης, απωθήσεως των
Random words
Repelled in greek - Dictionary: english » greek
Translations: απωθούνται, απωθείται, απωθήσει, απέκρουσε, απώθησε
Translations: απωθούνται, απωθείται, απωθήσει, απέκρουσε, απώθησε