Resided in greek
Translation: resided, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
κατοικούσε, διέμενε, διέμεναν, διαμείνει, κατοικούσαν
Other Languages
Related words: resided
resided in, resided definition, resided language dictionary greek, resided in greek
Translations
- reshuffle in greek - ανασχηματισμός, ανασχηματισμό, ανασχηματισμού, ανασχηματισμό της, ανασχηματισμό του
- residence in greek - κατοικία, διαμονή, διαμονής, κατοικίας, παραμονής
- residency in greek - κατοικία, παραμονής, κατοικίας, τόπο κατοικίας, διαμονή
Random words
Resided in greek - Dictionary: english » greek
Translations: κατοικούσε, διέμενε, διέμεναν, διαμείνει, κατοικούσαν
Translations: κατοικούσε, διέμενε, διέμεναν, διαμείνει, κατοικούσαν