Retailers in greek
Translation: retailers, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
λιανοπωλητές, λιανικής πώλησης, λιανοπωλητών, εμπόρους λιανικής πώλησης, τους λιανοπωλητές
Other Languages
Related words: retailers
online retailers, top retailers, toms retailers, shoe retailers, boss revolution, retailers language dictionary greek, retailers in greek
Translations
- retail in greek - λιανικός, λιανική πώληση, λιανικής, λιανική, λιανικής πώλησης, λιανικό
- retailer in greek - έμπορος λιανικής, λιανοπωλητή, λιανοπωλητής, λιανικής πώλησης, πωλητή
- retailing in greek - λιανικό εμπόριο, λιανική πώληση, το λιανικό εμπόριο, λιανικού εμπορίου, λιανικής πώλησης
- retain in greek - διατηρώ, διατηρούν, διατηρήσουν, διατηρεί, να διατηρήσει, διατηρήσει
Random words
Retailers in greek - Dictionary: english » greek
Translations: λιανοπωλητές, λιανικής πώλησης, λιανοπωλητών, εμπόρους λιανικής πώλησης, τους λιανοπωλητές
Translations: λιανοπωλητές, λιανικής πώλησης, λιανοπωλητών, εμπόρους λιανικής πώλησης, τους λιανοπωλητές