Retrained in greek
Translation: retrained, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
μετεκπαιδευτούν, επανεκπαιδεύτηκαν, επανεκπαιδευθούν, επανεκπαιδεύονται, επανεκπαιδευτούν
Other Languages
Related words: retrained
retrained language dictionary greek, retrained in greek
Translations
- retraction in greek - ανάκληση, συστολής, ανάκλησης, σύσπασης, επανάταξης
- retrain in greek - επανεκπαιδεύσει, την επανεκπαίδευση, επανεκπαιδευτούν, την επανακατάρτιση, επανεκπαιδεύσουν
- retraining in greek - επανεκπαίδευση, επανακατάρτισης, επανακατάρτιση, επανεκπαίδευσης, αναπροσανατολισμού
- retransformed in greek - επαναμετασχηματίστηκαν, επαναμετασχηματίζεται, μετασχηματίζεται, Τα και πάλι, μετασχηματίστηκε εκ νέου
Random words
Retrained in greek - Dictionary: english » greek
Translations: μετεκπαιδευτούν, επανεκπαιδεύτηκαν, επανεκπαιδευθούν, επανεκπαιδεύονται, επανεκπαιδευτούν
Translations: μετεκπαιδευτούν, επανεκπαιδεύτηκαν, επανεκπαιδευθούν, επανεκπαιδεύονται, επανεκπαιδευτούν