Retrenchments in greek
Translation: retrenchments, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
περικοπές, οι περικοπές, οι περιορισμοί, περιορισμός αυτός, περικοπές είχαν
Other Languages
Related words: retrenchments
retrenchments language dictionary greek, retrenchments in greek
Translations
- retrenching in greek - την περικοπή των, με την περικοπή των, την περικοπή, με την περικοπή, περικοπή των
- retrenchment in greek - περισυλλογή, περιστολής, περικοπών, λιτότητας, λιτότητα
- retrial in greek - νέα δίκη, δικαστεί εκ νέου, επανεκδίκαση, να δικαστεί εκ νέου, επανάληψη της διαδικασίας
- retribution in greek - εκδίκηση, τιμωρία, ανταπόδοση, αντίποινα, τιμωρίας, ανταπόδοσης
Random words
Retrenchments in greek - Dictionary: english » greek
Translations: περικοπές, οι περικοπές, οι περιορισμοί, περιορισμός αυτός, περικοπές είχαν
Translations: περικοπές, οι περικοπές, οι περιορισμοί, περιορισμός αυτός, περικοπές είχαν