Revelled in greek
Translation: revelled, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
αποκαλυφθούν, χαιρόταν, αποκαλύφθηκε, reveled, αποκαλυφθούν κατ
Other Languages
Related words: revelled
revelled language dictionary greek, revelled in greek
Translations
- revelations in greek - αποκαλύψεις, αποκαλύψεων, τις αποκαλύψεις, οι αποκαλύψεις, αποκάλυψη
- revelatory in greek - αποκαλυπτική, αποκαλυπτικής, αποκαλυπτικός, αποκαλυπτικό, αποκαλυπτικές
- reveller in greek - γλεντζές, -γλεντιστή
- revelling in greek - διασκεδάζοντας, reveling, ξεφάντωμα, απολάμβανε, εμπλέκεται με ζήλο
Random words
Revelled in greek - Dictionary: english » greek
Translations: αποκαλυφθούν, χαιρόταν, αποκαλύφθηκε, reveled, αποκαλυφθούν κατ
Translations: αποκαλυφθούν, χαιρόταν, αποκαλύφθηκε, reveled, αποκαλυφθούν κατ