Roughage in greek
Translation: roughage, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
πίτουρα, χονδροαλεσμένη, ακατέργαστη χορτονομή, ακατέργαστης χορτονομής, χονδραλεσμένη ζωοτροφή
Other Languages
Related words: roughage
roughage foods, roughage diet, what is roughage, roughage food, roughage definition, roughage language dictionary greek, roughage in greek
Translations
- rough-neck in greek - τραχύ, ακατέργαστων, τραχιά, ακατέργαστα, πρόχειρη
- rough-rider in greek - τραχύ, ακατέργαστων, τραχιά, ακατέργαστα, πρόχειρη
- roughcast in greek - πρόχειρο σχέδιο, σοβατίσματος, λάσπωμα, σοβάτισμα, πρόχειρο επίχρισμα
- roughen in greek - αγριεύω, τραχύνομαι, τραχύνω, Τραχύνετε, Τράχυνση
Random words
Roughage in greek - Dictionary: english » greek
Translations: πίτουρα, χονδροαλεσμένη, ακατέργαστη χορτονομή, ακατέργαστης χορτονομής, χονδραλεσμένη ζωοτροφή
Translations: πίτουρα, χονδροαλεσμένη, ακατέργαστη χορτονομή, ακατέργαστης χορτονομής, χονδραλεσμένη ζωοτροφή