Safety-related in greek
Translation: safety-related, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
σχετίζονται με την ασφάλεια, σχετιζόμενων με την ασφάλεια, την ασφάλεια που περιέχονται, ασφάλεια που περιέχονται
Other Languages
Related words: safety-related
safety-related language dictionary greek, safety-related in greek
Translations
- safety-nut in greek - ασφάλεια, ασφάλειας, ασφαλείας, την ασφάλεια, της ασφάλειας
- safety-pin in greek - παραμάνα
- safety-valve in greek - βαλβίδας ασφαλείας, ασφαλιστική δικλείδα
- safflower in greek - κνήκου, κάρδαμου, καρδαμέλαιο, καρθάμου
Random words
Safety-related in greek - Dictionary: english » greek
Translations: σχετίζονται με την ασφάλεια, σχετιζόμενων με την ασφάλεια, την ασφάλεια που περιέχονται, ασφάλεια που περιέχονται
Translations: σχετίζονται με την ασφάλεια, σχετιζόμενων με την ασφάλεια, την ασφάλεια που περιέχονται, ασφάλεια που περιέχονται