Sclerotic in greek

Translation: sclerotic, Dictionary: english » greek

Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
σκληρωτικός, σκληρωτικό, αρτηριοσκληρωτική, ασθενών με σκληρυντικού, ασθενών με σκληρυντικού τύπου
Sclerotic in greek
Other Languages

Related words: sclerotic

sclerotic lesion, sclerotic bone, sclerotic lesions, what is sclerotic, sclerotic definition, sclerotic language dictionary greek, sclerotic in greek

Translations

  • sclera in greek - σκληρό χιτώνα, σκληρού χιτώνα, σκληρός χιτώνας, το σκληρό χιτώνα, του σκληρού χιτώνος
  • sclerosis in greek - σκλήρωση, κατά πλάκας, σκλήρυνση, πλάκας, σκλήρυνσης
  • scoff in greek - περιγελώ, λοιδορία
  • scoffed in greek - χλεύαζε, χλεύαζαν, χλεύασε, χλεύασαν, λοιδορούσε
Random words
Sclerotic in greek - Dictionary: english » greek
Translations: σκληρωτικός, σκληρωτικό, αρτηριοσκληρωτική, ασθενών με σκληρυντικού, ασθενών με σκληρυντικού τύπου