Scourging in greek
Translation: scourging, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
μαστίγωμα, μαστίγωση, μα- στίγωμα
Other Languages
Related words: scourging
scourging of jesus, roman scourging, scourging of christ, scourging language dictionary greek, scourging in greek
Translations
- scourged in greek - μαστιγώθηκε, μαστιγωθούν, μαστιγώνεται, μαστίγωσαν, εμαστίγω-
- scourges in greek - μάστιγες, πληγών της ανθρωπότητας, πληγών της ανθρωπότητας στον, μαστίγων, μάστιγες που
- scouring in greek - αφαίρεση λίπους, συρμάτινα, απολίπανσης, προϊόντα συντήρησης, προϊόν συντήρησης
- scours in greek - ακατάσχετη διάρροια, ακατασχέτου διάρροιας, ακατασχέτων διαρροιών, ακατάσχετος διάρροια, ακατάσχετο διάρροια
Random words
Scourging in greek - Dictionary: english » greek
Translations: μαστίγωμα, μαστίγωση, μα- στίγωμα
Translations: μαστίγωμα, μαστίγωση, μα- στίγωμα