Self-defeating in greek
Translation: self-defeating, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
αυτοκαταστρεφόμενος, αυτοκαταστροφική, αυτοκαταστροφικό, αυτοαναιρούμενη, την αυτοκαταστροφική
Other Languages
Related words: self-defeating
self-defeating behavior, self-defeating personality, self-defeating language dictionary greek, self-defeating in greek
Translations
- self-deceit in greek - αυτο-, μη
- self-deception in greek - αυταπάτη, αυταπάτης, η αυταπάτη, την αυταπάτη, αυταπάτες
- self-defence in greek - αυτοάμυνα, αυτοάμυνας, την αυτοάμυνα, νόμιμης άμυνας
- self-delusion in greek - αυταπάτης, αυταπάτη, αυταπάτες, την αυταπάτη, η αυταπάτη
Random words
Self-defeating in greek - Dictionary: english » greek
Translations: αυτοκαταστρεφόμενος, αυτοκαταστροφική, αυτοκαταστροφικό, αυτοαναιρούμενη, την αυτοκαταστροφική
Translations: αυτοκαταστρεφόμενος, αυτοκαταστροφική, αυτοκαταστροφικό, αυτοαναιρούμενη, την αυτοκαταστροφική