Self-evident in greek
Translation: self-evident, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
αυτονόητος, αυτονόητο, αυτονόητη, προφανές, αυτονόητα
Other Languages
Related words: self-evident
self-evident truths, self-evident definition, unalienable, self evident, definition of self-evident, self-evident language dictionary greek, self-evident in greek
Translations
- self-employed in greek - αυτοαπασχολούμενος, αυτοαπασχολούμενους, αυτοαπασχολούμενων, αυτοαπασχολούμενοι, μη μισθωτών
- self-esteem in greek - αυτοεκτίμηση, αυτοεκτίμησης, αυτοσεβασμό, την αυτοεκτίμηση, αυτοεκτίμησή
- self-examination in greek - αυτοέλεγχος, αυτοεξέταση, αυτοεξέτασης, η αυτοεξέταση
- self-excitation in greek - αυτοδιέγερση
Random words
Self-evident in greek - Dictionary: english » greek
Translations: αυτονόητος, αυτονόητο, αυτονόητη, προφανές, αυτονόητα
Translations: αυτονόητος, αυτονόητο, αυτονόητη, προφανές, αυτονόητα