Sensationalist in greek
Translation: sensationalist, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
μεταχειριζόμενος εντυπωσιακάς μεθόδους, εντυπωσιασμού, σκανδαλοθηρική, σκανδαλοθηρικά, ανώφελη
Other Languages
Related words: sensationalist
sensationalist language dictionary greek, sensationalist in greek
Translations
- sensational in greek - εντυπωσιακός, θεαματικός, συγκλονιστικός, συγκλονιστική, εντυπωσιακή, εντυπωσιακό
- sensationalism in greek - εντυπωσιακοί τρόποι, επίδραση επί των αισθήσεων, εντυπωσιασμού, εντυπωσιασμό, τον εντυπωσιασμό
- sensationally in greek - εντυπωσιακά, εντυπωσίασε με, προκαλούν και, εντυπωσίασε με τις
Random words
Sensationalist in greek - Dictionary: english » greek
Translations: μεταχειριζόμενος εντυπωσιακάς μεθόδους, εντυπωσιασμού, σκανδαλοθηρική, σκανδαλοθηρικά, ανώφελη
Translations: μεταχειριζόμενος εντυπωσιακάς μεθόδους, εντυπωσιασμού, σκανδαλοθηρική, σκανδαλοθηρικά, ανώφελη