Sequestering in greek

Translation: sequestering, Dictionary: english » greek

Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
απομόνωσης, εγκλωβισμού, εγκλεισμού, συμπλοκοποιήσεως, συμπλοκοποίησης
Sequestering in greek
Other Languages

Related words: sequestering

sequestering agent, sequestering carbon, what is sequestering, sequestering language dictionary greek, sequestering in greek

Translations

  • sequester in greek - χωρίζω, απομονώνουν, δεσμεύουν, διαχωρίζουν, απομονώσει
  • sequestered in greek - απομονωμένος, διαχωρίζεται, απορροφάται, απομονωμένα, κατασχέθηκαν
  • sequesters in greek - απομονώνει, εγκλωβίζει, διαχωρίζει, χηλιώνει
  • sequestrate in greek - κατάσχω, διαχωρισμό και απομάκρυνση, κατάσχω προσωρινώς
Random words
Sequestering in greek - Dictionary: english » greek
Translations: απομόνωσης, εγκλωβισμού, εγκλεισμού, συμπλοκοποιήσεως, συμπλοκοποίησης