Short-lived in greek
Translation: short-lived, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
βραχύβιος, βραχύβια, βραχύβιων, βραχύβιες, βραχύβιο
Other Languages
Related words: short-lived
short-lived language dictionary greek, short-lived in greek
Translations
- short-haired in greek - κοντά μαλλιά, με κοντά μαλλιά, κοντό τρίχωμα, κοντότριχο, σύντομο χάρη
- short-haul in greek - μικρών αποστάσεων, κοντινούς προορισμούς, προς κοντινούς προορισμούς, κοντινούς τόπους, σε κοντινούς προορισμούς
- short-paid in greek - μικρής, βραχείας, σύντομης, βραχεία, μικρών
- short-sighted in greek - μυωπικός, κοντόφθαλμη, κοντόφθαλμο, μυωπική, κοντόφθαλμες, κοντόφθαλμης
Random words
Short-lived in greek - Dictionary: english » greek
Translations: βραχύβιος, βραχύβια, βραχύβιων, βραχύβιες, βραχύβιο
Translations: βραχύβιος, βραχύβια, βραχύβιων, βραχύβιες, βραχύβιο