Simplifies in greek
Translation: simplifies, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
απλουστεύει, απλοποιεί, απλοποιείται, απλοποιεί την, που απλοποιεί
Other Languages
Related words: simplifies
simplifies language dictionary greek, simplifies in greek
Translations
- simplifications in greek - απλουστεύσεις, απλοποιήσεις, απλουστεύσεων, απλουστεύσεις που, απλοποιήσεων
- simplified in greek - απλοποιημένη, απλουστευμένη, απλοποιημένο, απλουστευμένες, απλουστευμένο
- simplify in greek - απλοποιώ, απλοποίηση, απλοποιήσει, την απλοποίηση, απλοποιηθεί, την απλούστευση
- simplifying in greek - απλοποίηση, απλούστευση, την απλούστευση, απλοποιώντας, απλούστευση των
Random words
Simplifies in greek - Dictionary: english » greek
Translations: απλουστεύει, απλοποιεί, απλοποιείται, απλοποιεί την, που απλοποιεί
Translations: απλουστεύει, απλοποιεί, απλοποιείται, απλοποιεί την, που απλοποιεί