Situating in greek
Translation: situating, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
τοποθετώντας, τοποθετήσουμε, χαρακτηρίζει, το τοποθετήσουμε, οποίας καθίσταται
Other Languages
Related words: situating
situating language dictionary greek, situating in greek
Translations
- situated in greek - που βρίσκεται, βρίσκεται, βρίσκονται, τοποθεσία, που βρίσκονται
- situates in greek - τοποθετεί, την τοποθετεί, τοποθετεί την, τοποθετεί το
- situation in greek - θέση, κατάσταση
- situational in greek - της κατάστασης, κατάστασης, καταστάσεων, των καταστάσεων, περιστασιακή
Random words
Situating in greek - Dictionary: english » greek
Translations: τοποθετώντας, τοποθετήσουμε, χαρακτηρίζει, το τοποθετήσουμε, οποίας καθίσταται
Translations: τοποθετώντας, τοποθετήσουμε, χαρακτηρίζει, το τοποθετήσουμε, οποίας καθίσταται