Solenoid-operated in greek
Translation: solenoid-operated, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
ηλεκτρομαγνητική βαλβίδα, σωληνοειδές, ηλεκτρομαγνητικής βαλβίδας, σωληνοειδούς, ηλεκτρομαγνητική
Other Languages
Related words: solenoid-operated
solenoid-operated language dictionary greek, solenoid-operated in greek
Translations
- solemnly in greek - ειλικρινά, σοβαρά, πανηγυρικά, επισήμως, επίσημα, υπεύθυνα, πανηγυρική
- solenoid in greek - ηλεκτρομαγνητική βαλβίδα, σωληνοειδές, ηλεκτρομαγνητική, ηλεκτρομαγνητικής, σωληνοειδούς
- soles in greek - πέλματα, σόλες, πέλμα, τα πέλματα, σόλα
- solicit in greek - ζητούν, ζητήσει, να ζητούν, υποκίνηση, επιδίωξη
Random words
Solenoid-operated in greek - Dictionary: english » greek
Translations: ηλεκτρομαγνητική βαλβίδα, σωληνοειδές, ηλεκτρομαγνητικής βαλβίδας, σωληνοειδούς, ηλεκτρομαγνητική
Translations: ηλεκτρομαγνητική βαλβίδα, σωληνοειδές, ηλεκτρομαγνητικής βαλβίδας, σωληνοειδούς, ηλεκτρομαγνητική