Spiritualistic in greek
Translation: spiritualistic, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
πνευματιστικός, σπιριτουαλιστικού, σπιριτουαλιστικές, πνευματολόγο, πνευματιστικών
Other Languages
Related words: spiritualistic
spiritualistic language dictionary greek, spiritualistic in greek
Translations
- spiritualist in greek - πνευματιστής, πνευματιστή, πνευματίστρια, πνευματιστικά
- spiritualists in greek - πνευματιστές, πνευματιστών, οι πνευματιστές, τους πνευματιστές
Random words
Spiritualistic in greek - Dictionary: english » greek
Translations: πνευματιστικός, σπιριτουαλιστικού, σπιριτουαλιστικές, πνευματολόγο, πνευματιστικών
Translations: πνευματιστικός, σπιριτουαλιστικού, σπιριτουαλιστικές, πνευματολόγο, πνευματιστικών