Stalling in greek
Translation: stalling, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
Διακοπή λειτουργίας, Διακοπή, Διακοπή λειτουργίας του, στασιμότητα, απώλειας στήριξης
Other Languages
Related words: stalling
car stalling, engine stalling, stalling out, jeep stalling, max stalling, stalling language dictionary greek, stalling in greek
Translations
- stalled in greek - αδιέξοδο, στασιμότητα, σε αδιέξοδο, σταματήσει, καθυστερήσει
- stallion in greek - επιβήτορας, επιβήτορα, επιβήτωρ, επιβητόρων, επιβήτορα ίππο
- stallions in greek - επιβήτορες, επιβητόρων, επιβητόρων ίππων, οι επιβήτορες, τους επιβήτορες
Random words
Stalling in greek - Dictionary: english » greek
Translations: Διακοπή λειτουργίας, Διακοπή, Διακοπή λειτουργίας του, στασιμότητα, απώλειας στήριξης
Translations: Διακοπή λειτουργίας, Διακοπή, Διακοπή λειτουργίας του, στασιμότητα, απώλειας στήριξης