Stubbly in greek
Translation: stubbly, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
κοντοκομένος, σκληρός
Other Languages
Related words: stubbly
stubbly language dictionary greek, stubbly in greek
Translations
- stubble in greek - καλαμιές, γένια, καλαμιά, καλαμιάς, κοντά γένια, καλαμιάς με
- stubbles in greek - καλαμιές, καλάμια, τις καλαμιές, κοντές τρίχες
- stubborn in greek - πεισματάρης, ισχυρογνώμονας, επίμονες, πεισματική, επίμονους, επίμονο
- stubbornly in greek - πεισματικά, με πείσμα, επίμονα, πείσμα, επίμονη
Random words
Stubbly in greek - Dictionary: english » greek
Translations: κοντοκομένος, σκληρός
Translations: κοντοκομένος, σκληρός