Substantiality in greek
Translation: substantiality, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
ουσιαστικότητα, ουσιώδους, του ουσιώδους, ουσιώδη χαρακτήρα, ουσιαστικότητας
Other Languages
Related words: substantiality
substantiality language dictionary greek, substantiality in greek
Translations
- substandard in greek - υποτυπώδης, κατώτερος, υποβαθμισμένα, κατώτερης, υποβαθμισμένων
- substantial in greek - ουσιαστικός, αξιόλογος, στερεός
- substantially in greek - ουσιαστικά, σημαντικά, ουσιαστικώς, ουσιωδώς, αισθητά
- substantiate in greek - τεκμηριώνω, τεκμηριώσει, τεκμηριώνουν, να τεκμηριώσει, τεκμηριώσουν, τεκμηριώνει
Random words
Substantiality in greek - Dictionary: english » greek
Translations: ουσιαστικότητα, ουσιώδους, του ουσιώδους, ουσιώδη χαρακτήρα, ουσιαστικότητας
Translations: ουσιαστικότητα, ουσιώδους, του ουσιώδους, ουσιώδη χαρακτήρα, ουσιαστικότητας