Survivability in greek
Translation: survivability, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
επιβίωσης, επιβιωσιμότητα, επιβιωσιμότητας, ικανότητα επιβίωσης, δυνατότητα επιβίωσης
Other Languages
Related words: survivability
survivability language dictionary greek, survivability in greek
Translations
- surveyor in greek - τοπογράφος, επιθεωρητής, Surveyor, επιθεωρητή, χωρομέτρη
- surveys in greek - έρευνες, ερευνών, μελέτες, τις έρευνες, έρευνες που
- survivable in greek - επιβιώσιμες, διασώσιμο, βιώσιμα, επιβιώσιμα, επιβιώσουμε
- survival in greek - επιβίωση
Random words
Survivability in greek - Dictionary: english » greek
Translations: επιβίωσης, επιβιωσιμότητα, επιβιωσιμότητας, ικανότητα επιβίωσης, δυνατότητα επιβίωσης
Translations: επιβίωσης, επιβιωσιμότητα, επιβιωσιμότητας, ικανότητα επιβίωσης, δυνατότητα επιβίωσης