Unauthorised in greek
Translation: unauthorised, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
μη εξουσιοδοτημένη, μη εξουσιοδοτημένης, άνευ αδείας, μη εξουσιοδοτημένα, μη εξουσιοδοτημένων
Other Languages
Related words: unauthorised
hdcp unauthorised, roku hdcp unauthorised, unauthorised language dictionary greek, unauthorised in greek
Translations
- unauthentic in greek - σαμε, αυθεντικοί
- unauthenticated in greek - χωρίς εξουσιοδότηση, χωρίς έλεγχο ταυτότητας, χωρίς έλεγχο, χωρίς έλεγχο ταυτότητας που, έλεγχο ταυτότητας
- unauthorized in greek - μη εξουσιοδοτημένη, μη εξουσιοδοτημένης, άνευ αδείας, μη εξουσιοδοτημένα, μη εξουσιοδοτημένων
- unavailability in greek - διαθεσιμότητας, μη διαθεσιμότητα, μη διαθεσιμότητας, έλλειψη, της μη διαθεσιμότητας
Random words
Unauthorised in greek - Dictionary: english » greek
Translations: μη εξουσιοδοτημένη, μη εξουσιοδοτημένης, άνευ αδείας, μη εξουσιοδοτημένα, μη εξουσιοδοτημένων
Translations: μη εξουσιοδοτημένη, μη εξουσιοδοτημένης, άνευ αδείας, μη εξουσιοδοτημένα, μη εξουσιοδοτημένων