Uncomplaining in greek
Translation: uncomplaining, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
αγόγγυστος, καρτερικής, αγόγγυστα, αδιαμαρτύρητα κρέας
Other Languages
Related words: uncomplaining
uncomplaining language dictionary greek, uncomplaining in greek
Translations
- uncompensated in greek - χωρίς αποζημίωση, αναποζημίωτη, μη αντιρροπιστικές, μη αντιρροπούμενη, η χωρίς αποζημίωση
- uncompetitive in greek - μη ανταγωνιστικές, μη ανταγωνιστικών, μη ανταγωνιστική, ανταγωνιστικοί, μη ανταγωνιστικός
- uncomplainingly in greek - αδιαμαρτύρητα, υπομονετικά, χωρίς παράπονα, αγόγγυστα
- uncompleted in greek - ασυμπλήρωτος, ανολοκλήρωτο, μη ολοκλήρωσης των, της μη ολοκλήρωσης των, της μη ολοκλήρωσης
Random words
Uncomplaining in greek - Dictionary: english » greek
Translations: αγόγγυστος, καρτερικής, αγόγγυστα, αδιαμαρτύρητα κρέας
Translations: αγόγγυστος, καρτερικής, αγόγγυστα, αδιαμαρτύρητα κρέας