Unconstrained in greek
Translation: unconstrained, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
απεριόριστη, χωρίς περιορισμούς, αβίαστη, απεριόριστης, μη περιορισμένη
Other Languages
Related words: unconstrained
unconstrained bond, unconstrained bond fund, pimco unconstrained, pimco unconstrained bond, unconstrained optimization, unconstrained language dictionary greek, unconstrained in greek
Translations
- unconsidered in greek - απερίσκεπτος, την αλόγιστη, επιπόλαιης, πρωτοφανή σημασία, δίνει πρωτοφανή
- unconstitutional in greek - αντισυνταγματικός, αντισυνταγματική, αντισυνταγματικό, αντισυνταγματικές, αντισυνταγματικά
- unconsumed in greek - χωρίς να καταναλωθεί, μη καταναλωθέν, μη καταναλωθείσα, η μη καταναλωθείσα
- uncontaminated in greek - αμόλυντα, αμόλυντο, μη μολυσμένο, θύμα σε μη μολυσμένο, μη μολυσμένη
Random words
Unconstrained in greek - Dictionary: english » greek
Translations: απεριόριστη, χωρίς περιορισμούς, αβίαστη, απεριόριστης, μη περιορισμένη
Translations: απεριόριστη, χωρίς περιορισμούς, αβίαστη, απεριόριστης, μη περιορισμένη